- μαρούλι
- Ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Lactuca sativa. Φέρει πολυάριθμα πλατιά ωοειδή φύλλα, τα κατώτερα από τα οποία σχηματίζουν παράρριζο ρόδακα, ενώ τα ανώτερα είναι πυκνά διατεταγμένα γύρω από το στέλεχος. Τα φύλλα αποτελούν το εδώδιμο μέρος του φυτού. Από το κέντρο του ρόδακα ανυψώνεται το ανθοφόρο στέλεχος, με αντίθετα και μικρότερα φύλλα, το οποίο φέρει στην κορυφή μια πλατιά, διακλαδιζόμενη ταξιανθία φόβη. Τα άνθη είναι μικρά, κίτρινα και σχηματίζουν κεφάλια.
Ο βλαστός, τα πράσινα φύλλα και κυρίως οι ρίζες αυτού του σαλατικού περιέχουν ελαφρά πικρό και ιξώδη γαλακτώδη χυμό, ιδιαίτερα άφθονο στο άγριο είδος, ο οποίος όταν εκτεθεί στον αέρα πήζει, αποκτώντας κολλώδη μορφή.
Το μ. περιλαμβάνεται στα πιο κοινά λαχανικά και καλλιεργείται από την αρχαιότητα, οπότε είχαν αναγνωριστεί οι φαρμακευτικές του ιδιότητες: μαλακτικές, καταπραϋντικές και ελαφρά ναρκωτικές. Ο Πλίνιος αναφέρει σχετικά ότι γιατρός είχε θεραπεύσει με μ. τον αυτοκράτορα Αύγουστο από μια πάθηση του συκωτιού. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα συνιστούσαν το μ. ως κατάλληλο για τον ύπνο.
Οι περισσότερο καλλιεργούμενες λαχανοκομικές ποικιλίες διακρίνονται σε τρεις τύπους, στις κεφαλωτές (Lactuca sativa var. capitata) με χοντρόνευρα, πλατιά, τρυφερά και υδαρή φύλλα, που σχηματίζουν σφαιρικές, θολωτές κεφαλές, στις ρωμάνες (Lactuca sativa var. romana ή longifolia), με όρθια και επιμήκη φύλλα που σχηματίζουν επιμήκη κεφαλή και στις κατσαρές (Lactuca sativa var. crispa), με τρυφερά, κατσαρά, σπανακόμορφα ή αντιδιόμορφα φύλλα. Ανάλογα με την εποχή καλλιέργειάς τους, τα μ. διακρίνονται σε ανοιξιάτικες, θερινές, φθινοπωρινές και χειμερινές ποικιλίες.
Από τα αυτοφυή είδη, η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τη Lactuca graeca, Lactuca serriola, Lactuca viriosa κ.ά.
άγριο μ. Κοινή ονομασία δύο φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Το πρώτο ονομάζεται Crepis (βλ. λ. κρηπίδα ή κρεπίδα) και το δεύτερο Taraxacum. Πρόκειται για πολυετή χειμερινή πόα, με πασσαλώδη ρίζα και στενά φύλλα σαν λόγχες, η οποία φύεται στη βόρεια Ελλάδα και στη Θεσσαλία.
Καλλιέργεια μαρουλιού (λακτούκη η εδώδιμη, ποικιλία κεφαλωτή), ενός από τα περισσότερο διαδεδομένα λαχανικά.
* * *το (AM μαρούλιον, Μ και μαρούλιν)κοινή ονομασία είδους φυτού τού γένους λακτούκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρούλιον, πιθ. υποκορ. τού λατ. amaryla (lactuca)].
Dictionary of Greek. 2013.